- frei
- frei[fraɪ]adj1. (unabhängig, uneingeschränkt) ελεύθερος,• er Mitarbeiter ελεύθερος συνεργάτης,• das ist alles erfunden όλα αυτά είναι βγαλμένα από το μυαλό κάποιου,• nach Goethe σε ελεύθερη απόδοση του Γκαίτε,• der Verbrecher läuft noch herum ο εγκληματίας κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος,• für Kinder ab 12 Jahren κατάλληλο για παιδιά άνω των 12 ετών,• der Zug hat e Fahrt το τρένο έχει ελεύθερη διάβαση,• sie hat heute σήμερα έχει ρεπό,• Eintritt ελεύθερη είσοδος,• ist der Platz noch ? είναι ελεύθερη η θέση;,• von Vorurteilen ελεύθερος από προκαταλήψεις,• fallender Körper (PHYS) ελευθέρως πίπτον σώμα2. (unbesetzt) κενός,• eine e Stelle μια κενή θέση3. (Phrasen):• unter em Himmel στο ύπαιθρο,• der Zug hält auf er Strecke το τρένο σταματάει ανάμεσα σε δύο σταθμούς,• e Hand haben μπορώ να κάνω ό,τι θέλω,• jdn auf en Fuß setzen αποφυλακίζω κάποιον,• aus en Stücken από μόνος μου,• Bahn ! ανοίξτε δρόμο!
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.